- μυσταγωγός
- -ὁ (Α μυσταγωγός, -όν)αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.)νεοελλ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγόςάτομο που αφιερώνει τη ζωή και τη δράση του στην υπηρεσία μιας επιστήμης ή τέχνης, που πρωτοστατεί στη διδασκαλία και τη μετάδοση στο κοινό μιας υψηλής ιδέας ή ηθικής αρχήςαρχ.1. διδάσκαλος, οδηγός, καθοδηγητής2. (στη Σικελία) ο περιηγητής που καταγινόταν ιδίως με την έρευνα και εξήγηση τών σχετικών με τους ναούς3. ιερέας τών χριστιανών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].
Dictionary of Greek. 2013.